ὑδροφόρους

ὑδροφόρους
ὑδρόφορος
carrying water
masc/fem acc pl
ὑδροφόρος
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • водоносьць — ВОДОНОСЬЦ|Ь (4*), А с. Лицо, носящее воду, водонос: и нынѣ проклѩти ѥсте, и не имать ѡскоудѣти ѡ(т) васъ рабъ ни древосѣчець ни водоносець (ὑδροφόρος) ГА XIII XIV, 86а; и пристави ˫а I(с)съ въ д҃нь т҃ъ древосѣчьца и водоносца всемоу сбороу и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • πλατυέλμινθες — Τύπος σκωληκομόρφων ζώων, μη μεταμερικών, με σώμα γενικά πολύ πεπλατυσμένο προς την κατεύθυνση ράχης κοιλιάς. Στις ελεύθερες μορφές είναι προικισμένοι με μια γαστροαγγειακή κοιλότητα, που ανοίγει στο εξωτερικό μέσω ενός μόνο ανοίγματος, του… …   Dictionary of Greek

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • υδροφόρος — α, ο / ὑδροφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί. γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.) 2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ υδροφόρος και …   Dictionary of Greek

  • αρτεσιανά φρέατα — Πηγάδια που συγκοινωνούν με υπόγειο βαθύ υδροφόρο στρώμα και από τα οποία αναβλύζει νερό (ή σε άλλες περιπτώσεις πετρέλαιο). Το υδροφόρο στρώμα ανάμεσα σε δύο αδιαπέραστα πετρώματα τροφοδοτείται με νερό από μια επιφανειακή έκταση (επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • κροταλοκρινίδες — (crotalocrinidae). Οικογένεια κρινοειδών, τα οποία έχουν εκλείψει. Είχαν ραχιαία κάψα, η οποία αποτελείτο από 15 πινακίδια που βρίσκονταν μέσα στο κάλυμμα του κάλυκα. Τα ζώα αυτά είχαν διακλαδισμένους υδροφόρους οχετούς, στρογγυλό μίσχο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”